- γομφαλονιέρος
- ο [γόμφαλο]1. στρατιωτικό αξίωμα στις ιταλικές δημοκρατίες στον μεσαίωνα2. αυτός που κρατάει το γόμφαλο, το λάβαρο, στις εκστρατείες εν ονόματι τής παπικής Εκκλησίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πίτι — (Pitti). Παλαιά επιφανής οικογένεια της Φλωρεντίας, αντίπαλος των Μεδίκων (12ος 16ος αι.). 1. Θωμάς. Τραπεζίτης. Ήταν φίλος και δανειστής του δούκα της Αθήνας Νέριου Ατζαγιόλι B΄, o οποίος εκπλήρωσε τελικά τις οφειλές του παραχωρώντας στον Θωμά… … Dictionary of Greek